- περίφαντος
- περίφαντοςtoo plainlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίφαντος — ον, Α [περιφαίνομαι] 1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος 2. επιφανής, ονομαστός … Dictionary of Greek
Περίφαντος — Περίφας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφαντον — περίφαντος too plainly masc/fem acc sg περίφαντος too plainly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφαντα — περίφαντος too plainly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)